Γιάννης Δραγασάκης: Η αριστερά σε ρόλο πρωταγωνιστικό

 

Του ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ

Το μέλλον της αριστεράς δεν είναι εκείνο του κομπάρσου. Ο ρόλος της είναι να πρωταγωνιστεί με τις ιδέες της και με τη δράση της. Αυτός όμως ο ρόλος δεν είναι ιδιότητα γονιδιακή. Είναι στόχος που πρέπει να διεκδικείται και να καταχτιέται συνεχώς. Ο χώρος της αυτοδιοίκησης μπορεί σήμερα να γίνει η αφετηρία για μια τέτοια διεκδίκηση. Υπάρχουν λόγοι που καθιστούν σήμερα και αναγκαία και παραγωγική μια νέα συνάντηση αριστεράς και αυτοδιοίκησης.
Το «Μνημόνιο», σε συνδυασμό με τον «Καλλικράτη», δημιουργεί ρήγματα μεγάλα στις έως τώρα διαμορφωμένες σχέσεις, ανάμεσα στους πόρους της αυτοδιοίκησης, τις αρμοδιότητές της και τις ανάγκες των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών. Το πρώτο ρήγμα αφορά τη σχέση των πόρων με τις αρμοδιότητες, καθώς ο μεν «Καλλικράτης» μεταφέρει αρμοδιότητες (στους δήμους), το δε «Μνημόνιο» απαιτεί πόρους από αυτούς.
Το δεύτερο ρήγμα ωριμάζει και προκαλείται από την έκρηξη των αναγκών. Το «Μνημόνιο» συνιστά έναν τεράστιο μηχανισμό πίεσης και αναδιανομής, που δημιουργεί βαθιά ύφεση, μαζική καταστροφή μικρών επιχειρήσεων, στρατιές ανέργων και διευρυμένες ζώνες φτώχειας. Ταυτόχρονα, λόγω των δημοσιονομικών περικοπών, περιορίζονται οι δυνατότητες του κράτους να ανταποκριθεί στις διογκούμενες ανάγκες. Οι δήμοι θα βρεθούν έτσι αντιμέτωποι με κύματα παλαιών και νέων αναγκών και αιτημάτων ως οι πλησιέστεροι προς τους πολίτες θεσμοί.

Η διπλή πίεση
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού αναφέρει, ενδεικτικά, ότι η επίσημα μετρούμενη ανεργία θα εκτιναχθεί το 2011 στο 14,5% από 9,5% το 2009, αύξηση δραματική σε τόσο σύντομο χρόνο. Μάλιστα μελέτες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που επιβεβαιώνονται από αντίστοιχες του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, προειδοποιούν ότι η ανεργία μπορεί να υπερβεί και το 18%.
Από την άλλη πλευρά το προσχέδιο του προϋπολογισμού εκτιμά ότι το Δημόσιο Χρέος το 2011 θα ανέλθει στο 142,2% από 115% που ήταν το 2009, οι δε τόκοι για την εξυπηρέτησή του από 12 περίπου δισ. ευρώ ή 5,2% του ΑΕΠ το 2009 θα υπερβούν τα 20 δισ. ευρώ ή το 8% το 2014. Αυτό σημαίνει ότι η εξυπηρέτηση του χρέους θα διεκδικεί ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο από τα φορολογικά έσοδα, σε βάρος εκείνων που απομένουν για να διατεθούν για τις δημόσιες επενδύσεις, την παιδεία, την υγεία και τις άλλες ανάγκες των πολιτών.
Η κυβέρνηση προχώρησε ήδη στην περικοπή του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων κατά σχεδόν 1 δισ. ευρώ για να καλύψει τις ετήσιες πληρωμές για τα εξοπλιστικά προγράμματα, που παραμένουν στο ύψος του 1,6 δις ευρώ για το 2011. Η τοπική αυτοδιοίκηση, λοιπόν, στα χρόνια που έρχονται, θα βρεθεί στο επίκεντρο μεγάλων αντιθέσεων. Οι ανάγκες των πολιτών, των πόλεων και των περιφερειών θα συγκρούονται με τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους και τις προσπάθειες οικονομικά ισχυρών να διατηρήσουν τα προνόμια και τη φορολογική ασυλία τους.
Αυτή η διπλή πίεση συνιστά μια κατάσταση όχι έκτακτη, αλλά διαρκείας, αφού το υπό εκκόλαψη νέο σύμφωνο σταθερότητας και οι νέοι κανονισμοί της ευρωζώνης δεν θα διαφέρουν ριζικά από το «Μνημόνιο», όποτε κι αν αυτό αποσυρθεί.
Σε ποια κατεύθυνση λοιπόν θα αντιμετωπισθεί αυτή η διπλή πίεση; Προς μια αδιέξοδη διαχειριστική λογική διαρκούς αύξησης των τελών και εκποίησης της όποιας δημοτικής περιουσίας; Προς έναν ρητορικό καταγγελτισμό, πάνω από τις ζωτικές ανάγκες των ανθρώπων; Ή με ένα κίνημα που, με αφετηρία τις ανάγκες αυτές, θα διεκδικεί τη ριζική ανακατανομή και αναδιανομή πόρων, τη δίκαιη ρύθμιση του χρέους και τον ριζικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής στην κατεύθυνση της πραγματικής οικονομίας, της απασχόλησης, των δημόσιων αγαθών;

Σε θετική διέξοδο
Το διακύβευμα επομένως των εκλογών δεν είναι η καταμέτρηση κομματικών δυνάμεων ή η επιβεβαίωση κομματικών ταυτοτήτων ούτε περιορίζεται στην καταδίκη του «Μνημονίου», αλλά επεκτείνεται στη διαμόρφωση των όρων για έναν τέτοιο ριζικό αναπροσανατολισμό. Οι πιέσεις και οι «ασφυξίες» πρέπει και μπορούν να βρουν μια διέξοδο θετική, με πρωτοβουλία και πρωταγωνιστικό ρόλο της αριστεράς. Και σημείο εκκίνησης μπορεί να είναι η ίδια η λειτουργία της πολιτικής και η δημοκρατία, ξεκινώντας από τη γειτονιά, την πόλη, την περιφέρεια, εκεί όπου η πολιτική μπορεί να ελεγχθεί πιο άμεσα, με βάση τις ανάγκες, με τη συμμετοχή των πολιτών.
Μπορεί λοιπόν ο φθαρμένος από την πολιτική και την πρακτική του δικομματισμού θεσμός της αυτοδιοίκησης να γίνει ένας χώρος αναζωογόνησης της δημοκρατίας, συνάντησης των κινημάτων, οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων και διαμόρφωσης συναινέσεων από τα κάτω, στη βάση των κοινών αναγκών;
Μπορούν να γίνουν η Περιφέρεια και ο δήμος κέντρα σχεδιασμού και υλοποίησης μιας ανάπτυξης ενδογενούς, με βάση δηλαδή τις τοπικές δυνατότητες, με τη συμμετοχή και τον έλεγχο των κοινωνιών; Μπορούν, στην κατεύθυνση αυτή, να δοκιμαστούν νέες μορφές οικονομικής οργάνωσης που να συνδυάζουν τη δημοκρατία, τη συμμετοχή και την κοινωνική αποτελεσματικότητα με μέτρο την ικανοποίηση των αναγκών και όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους;
Κάθε προσπάθεια να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, και άλλα συναφή, με όρους κοινωνικής δράσης και πολιτικής διεκδίκησης θα προσκρούσει σε εμπόδια μεγάλα και αντιφάσεις εγγενείς. Οι προσκρούσεις όμως αυτές μπορούν να απελευθερώνουν κοινωνική ενέργεια και να οδηγούν σε ατελείς έστω λύσεις προβλημάτων.
Μέσα από τις δοκιμασίες αυτές μπορεί ωστόσο να ανανεώνεται η πολιτική, να αναζωογονείται η δημοκρατία, να αναζωογονείται και η ίδια η αριστερά και να αναδείχνεται σε πρωταγωνιστή. Και μάλιστα μια αριστερά ριζωμένη στην κοινωνία, ζυμωμένη με τις ανάγκες των ανθρώπων και των τοπικών κοινωνιών, σε άμεση επαφή με τα όρια του συστήματος και την ανάγκη υπέρβασής τους, μια αριστερά επί της ουσίας αντικαπιταλιστική.