Ιστορίες του χωριού. (από τον Γιώργο Σπηλιώτη)


από τον Γιώργο Σπηλιώτη

"Ο μπάρμπα Μήτσος ο Κιούσης."
Ο «γέρος» -έτσι τον αποκαλούσε με αγάπη και θαυμασμό ο πατέρας μου - καθόταν , απόγευμα τέτοιες ημέρες, (πριν πολλά χρόνια) έξω από το καφενείο μόνος του . Πλησίασα να τον χαιρετήσω και εκείνος με ρώτησε «-Ο πατέρας θα βγεί έξω σήμερα Γιώργο?» . «-Μάλλον όχι «γέρο» , του απάντησα, «γιατί ήταν κουρασμένος» και αυτός συνέχισε , « Είμαστε φίλοι με τον πατέρα σου , το ξέρεις , τον αγαπάω πολύ» . Το ήξερα γιατί είχαν και οι δύο τα ζωντανά τους άλλαζαν αρνιά, προβατίνες , βοηθούσε ο ένας τον άλλον όταν υπήρχε ανάγκη «..αφού δεν θα βγει σήμερα, θα πάω σπίτι.. » είπε , διακρίνοντας ένα παράπονο στα λόγια του . «-Πάμε να κάτσουμε μέσα «γέρο», γιατί κάνει κρύο ?» πρότεινα και αυτός μου απαντά « -Όχι παιδί μου , δεν σε προσβάλλω , αλλά εμείς κάνουμε παρέα με αυτούς που δεν τους κάνει κανένας παρέα !! , τον ξάδελφό σου, τον Σούλη τον Κούτρα , τον Τάσο ……, (ανέφερε και άλλα σχετικά ονόματα ).. εσύ, δεν έχεις ανάγκη .. » . Ο «γέρος» ( όσο μπόρεσα να τον γνωρίσω) ήταν για μένα μία από τις σπάνιες περιπτώσεις ανεπιτήδευτης καλοσύνης και η παραπάνω φράση του (περίσσευμα σοφικίτικης σοφίας και ανθρωπιάς) έχει μείνει έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου. 

“Τις ελιές μας τις καίει και το φεγγάρι”
Επισκεφτήκαμε, πρόσφατα τις ελιές μας στη “Μυδαλέζα”, όπου το 80% του ελαιόκαρπου ήταν καμμένο επάνω στα κλαδιά και θυμήθηκα την παρακάτω φράση από την θειά Παγώνα του Μπουλούση ( μητέρα του συναδέλφου Στέλιου Μάρκελλου) που έλεγε για τις ελιές της στη “Σελόντα” .
“Γούιτ τάν , ι ντιέκ εδε χ’ν’ζα” δηλαδή “τις ελιές μας τίς καίει και το φεγγάρι”

“ -Να αλλάξεις το όνομα του σκύλου”
Ο μπάρμπα Θανάσης ο Σκλίας , είχε αποκτήσει σκύλο που τον είχε ονομάσει Αλέκο . Βγαίνοντας βόλτα με το σκύλο του ,περνούσε μπροστά από το σπίτι του μπάρμπα Αλέκου του Βενετσάνου ( Λέκο Γκίκα) και φώναζε στο σκύλο που πήγαινε μπροστά “Αλέκο” , “Αλέκο” , “ ρε Αλέκο” . Βγαίνει έξω από το σπίτι του ο μπάρμπα Αλέκος , νομίζοντας ότι τον καλούν και λέει στο Σκλία - “Τσί ντό ?” ( δηλαδή, “τι θέλεις?” ) , ο Σκλίας απαντά -“ Νούκου τ΄φλάς τίιτ, φλάς κένιτ” ( δηλαδή, “Δεν μιλάω σε σένα , μιλάω στο σκυλί”) και ο μπάρμπα Αλέκος εκνευρισμένος ( είτε γιατί τον ξύπνησε , είτε γιατί νόμιζε ότι τον κορόϊδευε) του λέει, -“ Τε ντρός έμιριν , τε θούας Θανάς” (δηλαδή “ Να του αλλάξεις το όνομα , να το λές Θανάση”) !!!

Ο Δραγάτης ( αγροφύλακας )
Ο θείος μου ο Νικόλαος Κούτρας , ( Κολοκούτρας) σαν αγροφύλακας είχε την φήμη του αυστηρού προστάτη της αγροτικής παραγωγής, απο τούς κτηνοτρόφους της περιοχής του Σοφικού, κάποια ημέρα μία Σοφικίτισσα εξαγριωμένη, που τα πρόβατα του μπάρμπα Χρήστου του Γκιώνη , μπήκαν στο χωράφι της και κατέστρεψαν τα σπάρτά, πήγε στο καλύβι του και του είπε " Ρε μπίρ τ' μαλουκούαμι, ψε ι λάσε ντέλετ ντ γκάρθ ? , τσι ο βέμι ντε Κολοκούτρα" δηλαδή " ρε γιέ του αναθεματισμένου γιατί αφήσες τα πρόβατα στο χωράφι? , όταν θα πάμε στο Κολοκούτρα " εννοούσε δηλαδή , ότι ο θείος μου , ο αγροφύλακας θα εξαντλήσει την αυστηρότητά του στον ασεβή κτηνοτρόφο και ο μπάρμπα Χρήστος ο Γκιώνης άρχισε να γελάει και να λέει με την βροντερή φωνή του " Ομπω , μπώμπω τσι ο βέμι ντε Κολοκούτρα" γιατί ήξερε ότι ο θείος μου την ώρα εκείνη ήταν μέσα στο καλύβι του έπινε κρασί και έτρωγε συκωταριές και κόρδες δηλαδή άντερα!!!



"Χαρτοπαικτική εύνοια!!"
Ο μπάρμπα Χρήστος ο Βενετσάνος ( Ο χρηστάκης , όπως τον λέγαμε - πατέρας της Μαργαρίτας του Τσαμπάση για να καταλάβουμε ) έπαιζε "Θανάση" στο μεγάλο "καρέ" στο καφενείο του Ντάνου, θεατής δίπλα του καθόταν, ο Τάκης ο Σκλίας, ο ψηλός. Ο χρηστάκης όχι μόνο δεν είχε πάρει παρτίδα αλλά δεν είχε κλείσει ούτε μία φορά και μάζευε συνεχώς κουλούρες!! Σηκώνεται νευριασμένος απο την καρέκλα του, λέγοντας στον Τάκη "Έτσ μπ τέιι, τσ κέε νι ώρ κουτού " , ( δηλαδή "πήγαινε πιο πέρα ,που έχεις μία ώρα εδώ") θεωρώντας ότι του έφερνε γρουσουζιά , ο Τάκης κάτι ψυθίρισε για τίς χαρτοπαικτικές του ικανότητες και ο Χρηστάκης συνέχισε " Τ' βις καυμένε τ' να μπς εδε κ'μπ , τ' μπιέρ κερεστέα" δηλαδή " να ρθείς καυμένε να μας κάνεις και πόδι ( την πρωτοχρονιά) να πέσει και η στέγη" ( του σπιτιού)!!!

"Δημοκρατία στους χώρους δουλειάς"
"Δημοκρατία στους χώρους δουλειάς" παλιό σύνθημα της δεκατίας το '70, και πως το αντιλαμβάνονταν στο Σοφικό την ίδια περίοδο .
Ο μικρός Αντώνης ήταν μαθητευόμενος οικοδόμος και θέλει να παρέμβει στη συζήτηση του μάστορα με τον ιδιοκτήτη της οικοδομής " Μάστοα να πω και γώ μια γνώμη ?" και ο μάστορας " Έτσ ψίι κιούρατ, τσι ο να θώσε εδέ γνώμη" δηλαδή " Πήγαινε σκούπισε τις μύξες σου , που θα μας έλεγες και γνώμη" !!

" Ε κάα ζ'ν με ντάς "!!
Ο πατέρας μου πολλές φορές κοιμόταν στο κτήμα για να προσέχει τα πρόβατα! Οι φίλοι του περνούσαν απο το σπίτι και ρωτούσαν την μητέρα μου " Κ'λ'ν' γκά είστ Μήτσοα?" , "Γκα ντέλετ" . Την επόμενη ημέρα το ίδιο η απάντηση " Γκα ντέλετ" , " Πραπ' γκα ντέλετ" και η μητέρα μου " Ε κάα ζ'ν με ντάσ" . Δηλαδή " Κατερίνα που είναι ο Μήτσος?" " Στα πρόβατα" " Πάλι στα πρόβατα" , " Τον έχει συλλάβει με κριάρι" απαντούσε και έδειχνε τη γιαγιά μου, η οποία φυσικά μετά απο αυτό δεν της μιλούσε για εβδομάδες ολόκληρες .


“ Ο κυρ Αντώνης” 
Θυμάμαι παλιά ( έφηβοι) παραφράζαμε τούς στίχους σε γνωστά τραγούδια , με επεισόδια και ήρωες απλούς ανθρώπους του Σοφικού. Νομίζω ότι αξίζει να δημοσιευθούν εάν κανείς τα θυμάται. Μία διασκευή “ για ρετσινάδες” στο γνωστό τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη “ Ο κυρ Αντώνης” που θυμάμαι: 
“ Ο Τσάκο Τέσσης κίνησε
να πάει πρωί -πρωί 
μ’ ένα ταγάρι , μ’ ένα σκεπάρι 
και με μια φούσκα οξύ” 

Ιστορίες του Πευκάκη 
Την παρακάτω ιστορία, σχετική με τον Πευκάκη , μου την αφηγήθηκε η μητέρα μου.
Η σύζυγος του Πευκάκη ήταν από το Αγγελόκαστρο . Ο πεθερός του ο Αγγελοκαστρίτης υποσχέθηκε και έδωσε στο νέο ζευγάρι δύο πρόβατα για προίκα, ( ακόμα και για την εποχή του γάμου του , δεν εθεωρείτο αξιόλογη, το αντίθετο μάλιστα) .
Όταν μετά από αρκετό χρονικό διάστημα , ο πεθερός επισκέφτηκε στο Σοφικό , το νιόπαντρο ζευγάρι για να διαπιστώσει , την προκοπή τους!!!, είδε την κόρη του μέρα μεσημέρι στον ήλιο να θερίζει το χωράφι τους, γύρω από το σπίτι και άφαντο τον σύζυγο . Εκνευρισμένος ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο σπίτι, όπου βρίσκει τον Πευκάκη να κοιμάται, τον ξυπνά και του λέει : " Δε ντρέπεσαι , είναι μεσημέρι , η κόρη μου θερίζει στον ήλιο και εσύ ακόμα κοιμάσαι . Τί γαμπρό έκανα θεέ μου ??" και ο Πευκάκης του απαντά : " Ρε με δύο πρόβατα προίκα τι γαμπρό ήθελες να κάνεις ??"

Οινοσοφία
Πιτσιρίκια παίζαμε στην γειτονική αυλή του μπάρμπα Χρήστου του Βάσση (πέθανε πρόσφατα) . Ο μπάρμπα Χρήστος έπινε το καινούργιο κρασί από το βαρέλι του , με τον Κυριάκο τον Τέσση. Όταν κάποια στιγμή είχε αδειάσει η κανάτα ο Κυριάκος είπε στον μπάρμπα Χρήστο «Στέρ εδε νι χέρ ρε, παα , γκα γιότα εκέ» δηλαδή «ρίξε ακόμα μια φορά ρε, αφού από το δικό σου είναι» και ο μπάρμπα Χρήστος του απαντά
«Τσι ντό φίκου πυριάσουρ ,
Τσάκοα ρίι ξενοιάσουρ
Τσι μπίν φίκου φίκ
Βγέν ε μπίνεμι κολίκ»
Δηλαδή
«όταν η συκιά θέλει δουλειά
Ο Κυριάκος κάθεται ξένοιαστος
Όταν η συκιά κάνει σύκα
Έρχεται και γινόμαστε φίλοι ( συνεργάτες)
«Πυριάσουρ» είναι η εργασία που γινόταν με την τοποθέτηση καλαθιού με αρσενικά σύκα ( πυρεία η αρσενική συκιά) στις συκιές για να διευκολύνεται η επικονίαση. 
Η συκιά είναι δένδρο που για να γονιμοποιηθεί έχει ανάγκη τη γύρη της αγριοσυκιάς, η οποία μεταφέρεται από ένα έντομο, που λέγεται ψήνας. Ο ψήνας επωάζεται το χειμώνα μέσα στο σύκο της αγριοσυκιάς. Το έντομο αυτό μεταφέρει ο παραγωγός και τοποθετεί στο συκεώνα, κρεμώντας αρμαθιές από αγριόσυκα κάτω από κάθε δένδρο.

«Να πείς χαιρετίσματα στο πατέρα» 
Την παρακάτω ιστορία –σχετική με τον μπάρμπα Γιάννη τον Κούτρα, τον γνωστό κρασοπατέρα , ο οποίος είχε και πολύ δηκτικό χιούμορ -μου την αφηγήθηκε ο συγχωρεμένος ο Τάκης ο Διαζίκης. 
Έμαθε ο μπάρμπα Γιάννης ο Κούτρας, ότι ο φίλος του ο Τζιλόρης ( ο μπάρμπα Γιάννης Σκλίας, μέλος και αυτός της κρασοπαρέας του ) , ήταν άρρωστος, είχε σπάσει το πόδι του ή κάτι τέτοιο δεν θυμάμαι ακριβώς, ( δεν ήταν πάντως η κατάσταση του πολύ σοβαρή ) και τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, για να του συμπαρασταθεί .
Αφού έμεινε μαζί του λίγη ώρα , φεύγοντας τον αποχαιρετά, λέγοντας του « Τ’ θούας φάλτουρα τατ’ ς !!!, τζούαρ τσά τρίμα , πρώτο ντιέλτ ι καντούντιτ» δηλαδή 
«- Να πείς χαιρετίσματα στο πατέρα !!! , ( ο οποίος είχε πεθάνει πρίν πολλά χρόνια) , έβγαλε κάτι παλικάρια, τα πρώτα παιδιά του χωριού» (εννοώντας τον ίδιο και τον αδελφό του τον Δήμο Κούτρα, που και αυτός δεν έπινε λιγότερο) .

"Τα σκυλιά των Μπακουλαίων" 
Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε η μητέρα μου .
Είχε ξεκινήσει πρωί -πρωί, από το Σοφικό ο πευκαράς και πήγε προς το Κιουρκάτη για να "κάνει" ( "χτυπήσει" ) τα πεύκα του. Κρέμασε ψηλά σε έναν πεύκο το ταγάρι του , όπου είχε το λιγοστό φαγητό του και κρασί , για το μεσημέρι που θα διέκοπτε να φάει και να ξεκουραστεί, για να συνεχίσει μετά να τελειώσει τα πεύκα του, γιατί το Κιουρκάτι είναι αρκετά μακριά από το Σοφικό .
Δυστυχώς όμως το μεσημέρι , το ταγάρι είχε εξαφανιστεί .
Τότε φωνάζει δυνατά για να ακούσουν οι άλλοι πευκαράδες που δούλευαν στην ίδια περιοχή .
" Μ' μούαρ στράστν , μος πάατ γκί" δηλαδή " Μου πήραν το ταγάρι μήπως είδατε τίποτα " και απαντά επίσης φωνάζοντας δυνατά άλλος πευκαράς " Γιό , ο γέεν ατά κεν' τ ε Μπακουλάβετ " , δηλαδή
" Όχι , αλλά θα είναι εκείνα τα σκυλιά των Μπακουλαίων"
τότε βρίζοντας επίσης φωναχτά ο πευκαράς μας λέει " Μπαναγιάτου εδέ κεν' τ , ι κάν γυμνάσουρ " δηλαδή " Την παναγία τους και τα σκυλιά τα έχουν εκπαιδεύσει " ( εννοούσε .. να κλέβουν... !!! )

Διάλογος κουφών 
Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε η συγχωρεμένη η μητέρα μου .
- Μία Σοφικίτισσα ,σχεδόν κουφή , επισκέπτεται για παρηγοριά την φίλη της , της οποίας πρόσφατα είχε πεθάνει ο σύζυγός και η οποία επίσης ήταν κουφή και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος .
" Ζωή σε λόου σας" απάντηση " κάα νι γιάβ βντέκουρ"
ερώτηση " κίσ καιρό κέκ ? " απάντηση " χολήν κίσ ντε"

δηλαδή " Ζωή σε λόγου σας" απάντηση "έχει πεθάνει εδώ και μια εβδομάδα "
ερώτηση " Είχε πολύ καιρό άρρωστος" απάντηση " Την χολή είχε ντέ"

" Το άθροισμα τους δεν κάνει έναν κουτό" 
Ο γείτονας μου ο μπάρμπα Χρήστος ο Ρωτίδης { Χαλίσης στο παρατσούκλι) , αγανακτισμένος και εκνευρισμένος που δεν μπορούσε να συνεννοηθεί σε τεχνικά ζητήματα , με τρία αδέλφια Σοφικίτες, γυρίζει και λέει " Κ'τά τ' τρέ , νούκου μπίνιν νι κουτό "
δηλαδή " αυτό οι τρείς μαζί δεν κάνουνε έναν κουτό"

Ο θείος μου ο μπάρμπα Νίκος ο Σπηλιώτης 
Ο Θείος μου ο μπάρμπα Νίκος ο Σπηλιώτης ( μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα μου) ένας άνθρωπος πειραχτήρι , ετυμόλογος και με αστείρευτο χιούμορ είχε ξυπνήσει πολύ πρωί και βάδιζε νευρικά στην αυλή του σπιτιού του στην Κυρά -Βρύση. Είχε κάνει δύο αποτυχημένες προσπάθειες να ξυπνήσει τα ξαδέλφια μου , το Σιούλη για να πάει στην δουλειά και το Γιάννη για να μας μεταφέρει στην Κόρινθο με το αυτοκίνητό του. Κατέβαζε καντήλια αγίους και ότι μπορεί κανείς να φανταστεί . Τότε τον παρατηρεί η γειτόνισσα η κυρά Λένη του Ταρούση " Γιατί ρε Νίκο βρίζεις πρωί -πρωί " και ο θείος μου σε σοβαρό ύφος , της λέει " Άκουσε κυρά Λένη, ο Σιούλης , ( εννοούσε τον μεγαλύτερο γιό του) όταν ήτανε μικρός του βάζαμε στο τσάι αφιόνι για να κοιμηθεί , και τον έπιασε μετά από σαράντα χρόνια !!! " .


"Τα αυγά μάτια μπάρμπα Φίλιππα" 
-Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε η μητέρα μου .
Ο παλιός φούρνος του μπάρμπα Φίλιππα του Γενούζη , πολύ συχνά μετατρεπόταν σε οινομαγειρείο, αφού εκεί συγκεντρώνονταν η κρασοπαρέα της περιοχής , για να πιεί απο τα βαρέλια με κρασί που είχε στο υπόγειο ο φούρναρης . Ο συνηθισμένος φτωχικός ρεφενές ήταν ελιές με κρεμμύδια τηγανητά και άλλες φορές έφερνε ο καθένας απο το σπίτι του ένα αυγό και όλα μαζί τηγανητά -στραπατσάδα δηλαδή- τα έφερνε στο τραπέζι ο φούρναρης . Επειδή η κρασοπαρέα είχε διαπιστώσει τελευταία, ότι η ποσότητα , δεν αντιστοιχούσε με τα αυγά που έφερναν , αλλάζουν την παραγγελία ( για να ελέγχουν και να μην μπαίνει σε πειρασμό ο φούρναρης) και του λένε: " Φέρε μας τρία κιλά κρασί και τα αυγά, μάτια, μπάρμπα Φίλιππα !!!" .

Σεξουαλική παρενόχληση 
Καλοκαίρι και η κυρά Νότα του Κλεμπετσάνη ( Φυταμπάνη ) περνούσε από την παλιά αγορά του Σοφικού στο Άι Γιώργη , έξω από το καφενείο του Μπούτση. Όλοι ήξεραν ότι, ήταν πολύ ετοιμόλογη και αποφασίζουν να την πειράξουν . Ο Μπούτσης που είχε το καφενείο , αφήνει υπονοούμενα, ότι ο σύζυγος της δεν την καλύπτει πλήρως ερωτικά και αυτή του απαντά μπροστά σε όλους τους θαμώνες του καφενείου " Ντίι τσ' ο μπίιμ' σότ , ου ο βίν τ' φλέε νάτ'ν με τίιτ, εδέ γκρούαγια γιότε , με μπούρ'ν τίιμ . Εδέ μενάτε τσ' ο τσόνεμι , τ' σόμ , τσίλα ο γιέετ μπ' ευχαριστήσουρ" δηλαδή " Ξέρεις τι θα κάνουμε απόψε , εγώ θα έρθω να κοιμηθώ τη νύκτα με εσένανε και η γυναίκα σου , με τον άντρα μου και το πρωί που θα βρεθούμε να δούμε ποια θα είμαι πιο ευχαριστημένη!" . Ο Μπούτσης μπήκε μέσα στο καφενείο και δεν ξαναμίλησε.

Σεξουαλική παρενόχληση 2 
Η κυρά Νότα του Κλεμπετσάνη είχε μείνει χήρα, το ίδιο και μπάρμπα Μήτσος ο Τσίγκος ( Τσάμης) , ο οποίος της απευθύνεται και της λέει " Μώρ Νότ , τυ πάα μπούρ , ου πάα γκρούα νούκου μπίιμ γκι , να τ΄ ντύ" δηλαδή " Μωρή Νότα εσύ χωρίς άντρα , εγώ χωρίς γυναίκα δεν κάνουμε κάτι εμείς οι δυό" και η κυρά Νότα του απαντά " Βρέ κουρίζ' ι στ'πίισ, ( κουρίζι είναι το μακρύ δοκάρι που συγκρατούσε το ταβάνι στα δίπατα σπίτια -και ο Τσάμης ήταν πολύ ψηλός) , ρε πανικοτέε πάα καρβέλε ( γιατί ήταν πολύ λεπτός και αδύνατος), βρε κερεστέε πάα κεραμίδε ( γιατί ο Τσάμης ήταν καραφλός) , τσί ξίου γιάν κ' τό τσ' θούα" δηλαδή " Βρέ δοκάρι σπιτιού , βρέ πινακωτή χωρίς καρβέλια , βρέ στέγη χωρίς κεραμίδια , τί κουβέντες είναι αυτές που λές ? "