"Η παραλία μου"



Της Ανθούλας Δανιήλ

Γενικώς, εμφανίζεται μόλις στρίψω στον Ισθμό, μόλις πάρω την παραλιακή λεωφόρο Επιδαύρου, αφήσω στα δεξιά μου, πάνω στο λοφάκι, τον αρχαιολογικό χώρο, το Παλαιμόνιο, με τα εκπληκτικά ψηφιδωτά, κάτω από τον επιβλητικό ίσκιο του Ακροκόρινθου. Ειδικώς όμως, βρίσκεται αρκετά παρακάτω. Ο δρόμος, κομψό φιδάκι, χώνεται μες στα πεύκα και προσπερνά το αρχαίο λιμάνι των Κεγχρεών… Στοπ, εδώ απαιτείται μικρή στάση. Όχι για μπάνιο, που και αυτό δεν αποκλείεται, αλλά για το ίδιο το λιμάνι που θα σε ανταμείψει, αν θελήσεις να δεις από κοντά το αρχαίο μεγαλείο του. Γιατί εκείνα τα «γκρεμίσματα», που βλέπεις από μακριά, στα αριστερά του μυχού, θα σου αποκαλύψουν τα επιβλητικά λείψανα του βυθισμένου αρχαίου λιμανιού. Κι αυτοί οι βράχοι που εξέχουν στα δεξιά είναι ο γκρεμισμένος από το σεισμό ναός της Ίσιδας. Αν σκύψεις, θα δεις κάτω από τα νερά τη διάταξη των αρχιτεκτονικών μερών του. Πιο πλάι, δεξιότερα, σκύψε, αν μπορείς ακόμα, και θα δεις στο βουλιαγμένο δάπεδο τις ομοιόμορφες μικρές τετράγωνες ψηφίδες που ο χρόνος διαφύλαξε γιατί εκεί, ακριβώς, τα νερά είναι ακατάλληλα για να κολυμπήσει κανείς και να παίξει μαζί τους, να πάρει τις ψηφίδες στο χέρι, να τις εκσφενδονίσει στα βαθιά και να ανατρέψει την αρμονική τους διάταξη. Κι έτσι, η φύση διαφύλαξε την τέχνη.

Στον ελικοειδή δρόμο εξακολουθεί να ανταποκρίνεται λικνιστικά η δαντελένια παραλία. Πιο πέρα είναι τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης. Και μην αρχίσεις τώρα να μου λες, πού τα λουτρά και πού η Ελένη;[1] Λουτρά υπήρχαν, κάποτε, η Ωραία Ελένη, όμως, πώς ερχόταν από τη Σπάρτη εδώ για να λουστεί; Τέλος πάντων. Το επόμενο χωριό είναι η Αλμυρή. Εντωμεταξύ, η λεωφόρος τρέχει ανάμεσα σε κήπους με νεραντζιές, λεμονιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, ελιές, συκιές, πεύκα και κυπαρίσσια, σκίνα, θυμάρια και ρίγανες κι όλα της Ελλάδας τα μυριστικά, ανηφορίζει στα βουνά και ορμά ακάθεκτη για την Επίδαυρο, για το αρχαίο κοχύλι, όπου επαναλαμβάνεται το δράμα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια, τώρα.

Στην Αλμυρή, όμως, ένα κορμάκι δρόμου, που αρνείται να χάσει την επαφή με την παραλία, στρίβει και δεν ανηφορίζει. Εκεί, τα αρμυρίκια και τα πεύκα φυτρώνουν δυο βήματα από τα χαλίκια και τα χαλίκια λάμπουν σαν κουφέτα. Και φυσικά, τα μαγαζιά έχουν καταλάβει σχεδόν όλο τον χώρο: τέντες, ομπρέλες, πολύχρωμες καρέκλες, μοντέρνες θορυβώδεις μουσικές, αλλά τέλος πάντων, πάντα υπάρχει χώρος να απλώσεις την πετσέτα σου, να κάνεις μπάνιο, να απολαύσεις τη θάλασσα, τις λυγερόκορμες σερβιτόρες και τις όμορφες κοπέλες με τα μαγιό και τις ομπρέλες.[2]

Φεύγοντας από την πυκνοκατοικημένη περιοχή, βγαίνω στην εξοχή της εξοχής, εκεί όπου αρχίζει ο παράδεισος που ονομάζω η «παραλία μου». Και έφτασα ήδη στο μαγικό βουνό που ορθώνεται σαν πύργος, ψηλό και σχεδόν κάθετο, κατάφυτο, φυσικό σύνορο με το επόμενο χωριό, το Κατακάλι. Για να πας στο Κατακάλι, παίρνεις τον ανηφορικό δρόμο που αγκαλιάζει το βουνό από δεξιά. Για την «παραλία μου», όμως, διαγράφεις μια γοητευτική καμπύλη, αριστερά, μπαίνεις στον χωματόδρομο, περνάς έναν μεγάλο χώρο με δέντρα και φτάνεις στη λίμνη, στη ρίζα του βουνού εκεί τα νερά είναι κρύα, καθαρά και κελαρυστά, βγαίνουν από το βράχο και βιάζονται να ενωθούν με τη θάλασσα. Ανάμεσα λίμνης και θάλασσας, σε σχηματισμούς που σήμερα δεν μπορείς να καταλάβεις τη χρησιμότητα που είχαν κάποτε, βρίσκονται χαμηλές πετρόχτιστες μαντρούλες και στο μεγαλύτερο γκρέμισμα υπάρχουν ακόμα ίχνη παλιού νερόμυλου. Στις υπήνεμες μαντρούλες βρίσκουν, σήμερα, προστασία οι βάρκες των ψαράδων. Είναι λίμνη με χόρτα, με βράχια, με χέλια, μικρά ψαράκια. Κι επειδή κολυμπούν και μαύρα και άσπρα παπάκια, παραλίγο, μάλλον πάρα πολύ, θα την έλεγες και … λίμνη των κύκνων! Τα θαλασσοπούλια, αφού κάνουν το γύρω της λίμνης, πλανάρουν πάνω από τις ομπρέλες των λουομένων, αγγίζουν με τα φτερά τους τα νερά και, σαν να φρενάρουν, ακινητούν για λίγο, εντοπίζουν τον στόχο και με βαθιά καταβύθιση αρπάζουν το φρέσκο και σπαρταριστό μεζεδάκι τους. Συχνά στέκονται πλάι σου στα χαλίκια και σε μελετούν σαν επικούρειοι φιλόσοφοι.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα νερά, ας μπούμε επιτέλους στο ποτάμι, που ξεφεύγει από τη λίμνη και πάει ορμητικό και πρέπει οπωσδήποτε να το διασχίσεις για να πας στη θάλασσα. Είπαμε ότι τα νερά είναι κρύα; Λάθος! Είναι παγωμένα, κατεψυγμένα, και αν δεν αντέχεις να τα διασχίσεις τότε πρέπει να κάνεις το γύρω του χώρου από την αριστερή πλευρά, όπου ένα γεφυράκι, μέσα από χόρτα στην αρχή, χώμα ποτισμένο από την αλμύρα, στη συνέχεια, και βότσαλα χοντρά, στο τέλος, σου επιτρέπει να προσεγγίσεις τη θάλασσα …

Και να το γαλάζιο κορμί της γοργόνας.[3]

Απλώνεις τα χέρια σου δεξιά κι αριστερά και ο κόλπος παίρνει το σχήμα της αγκαλιάς σου. Εγώ όμως προτιμώ το ποτάμι. Και μάλιστα, αφού το διασχίσω, προτιμώ το σημείο όπου γίνεται η μίξη των νερών,

Νερά … σγουρά του γαρ και του άρα.[4]

Γάργαρα και λαλίστατα. Οι τολμηροί, αφού κολυμπήσουν πιο πέρα, κάνουν και μια μικρή επίσκεψη στα «σγουρά» και «παγωμένα», για να απολαύσουν ένα φυσικό τζακούζι, για θεραπευτικούς λόγους τα προτιμούν. Για να μην κρυώσουν οι άτολμοι τα αποφεύγουν.

Από την πλευρά αυτή το βουνό έχει βυθίσει δυνατά τα πόδια του μέσα στα νερά. Μαύρα, σαν απολιθωμένοι γίγαντες, ξασπρίζουν πιο πάνω, σαν ανώμαλα πέτρινα σκαλιά, για όποιον θέλει να αναρριχηθεί για να έχει πανοραμική θέα της θεάς «παραλίας μου».

Κάποιοι έξυπνοι, εδώ και χρόνια, διεκδικούν τον χώρο για να τον «αξιοποιήσουν», λένε. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην αξιωθούν. Γιατί, αν αυτός ο τελευταίος, ανάμεσα σε μερικούς ακόμα, επί γης, φυσικός παράδεισος, «αξιοποιηθεί», θα αποκλείσει τους λουόμενους, μετατρέποντας την «παραλία μου» σε ιδιοκτησία κάποιου επιχειρηματία.

Και ιδού εγώ, εδώ, να στήνω ομπρέλα, χρόνια τώρα. Απέναντί μου είναι η παραλία των Αγίων Θεοδώρων, πιο πέρα η Κινέτα … παραλίες με την ίδια γεωφυσική διάταξη, θεϊκές. Ο Φλωμπέρ δεν ήταν που έγραψε πως «Ο δρόμος από τα Μέγαρα στην Κόρινθο μπορεί να συγκριθεί μ’ ό,τι ωραιότερο» και φυσικά όχι μόνο στην Κόρινθο αλλά και στα χωριά της. (Γράμματα του Φλωμπέρ απ’ την Ελλάδα, εκδ. Άγρα, 1984).

Εδώ λοιπόν λούζομαι, αναβαπτίζομαι κι ανανεώνομαι. Κι όταν ο καιρός είναι καλός, όταν η θάλασσα είναι ήρεμη, τότε νομίζω πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη θάλασσα πιο ωραία. Μπορώ, λοιπόν, να αναφωνώ σαν τον Κάλβο: Χαίρε Καραϊβική, χαίρε κι εσύ Ειρηνικέ και όποιε άλλε ωκεανέ, χαιρέτωσαν τα ένδοξα εξωτικά νησία, εμένα ένα και μόνο, το Κοκώσι με κυριεύει.[5]

Προχθές καθόμουν, ως συνήθως, κάτω από την ομπρέλα μου. Κοιτάζω δεξιά και βλέπω … Θεέ μου, τι άλλο, εκτός από τον όφι τον πονηρό, έβαλες στον παράδεισο που μας παραχώρησες! Εκεί στα «σγουρά» και παγωμένα νερά, σαν από το πουθενά, σαν από θαύμα, εμφανίστηκε μια ανθοδέσμη από παιδιά. Περισσότερα από δέκα. Δωδεκάχρονα, σχεδόν ή περίπου. Με χρωματιστά σορτσάκια, κουρεμένα κεφαλάκια, ακούρευτα όνειρα,[6] αγρατσούνιστα γόνατα, αλλιώς μορτάκια. Και κορίτσια. Με λιγνά, φωνήεντα κορμάκια και αλογοουρίτσες, ποικιλόχρωμα μπικινάκια, φουσκωτές πλαστικές ρόδες, χρωματιστές σαγιονάρες, καπελάκια. Μερικά παιδιά φορούν τις σαγιονάρες στα χέρια σαν αρχαίοι αθλητές που κρατούν αλτήρες, έτοιμοι για το άλμα. Κολυμπούν επιδέξια και δεν φοβούνται ούτε κρυώνουν στα παγωμένα. Άλλα αφημένα στο πάει του ποταμού[7] παρασύρονται στα «σγουρά». Άλλα πετούν τις παντόφλες μακριά, άλλα τρέχουν να τις πιάσουν, άλλα κάνουν βουτιές. Στα αγγίγματα του νερού, στα πιτσιλίσματα και στα παιχνίδια με τα «σγουρά», αφήνουν διαπεραστικές, λεπτές, χαρούμενες φωνές, σε ρε ματζόρε, και νιώθω σιγουριά πως
είναι η τρελή ροδιά που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει.[8]

Τα ονόματά τους κελαηδισμός. Η Δανάη και η Άννα, να, μπρούμυτα, η κάθε μια στη ροζ και κίτρινη ρόδα της, κάνουν κουπιά τα χέρια τους και πάνε. Από πέρα μια φωνή: «Δανάη, δώσε μου τη ρόδα!». «Όχι!» απαντά η Δανάη, αλλά τη δίνει. Κι όταν ύστερα από λίγο περνάει δίπλα μου, στρέφει στον ήλιο ένα πανέμορφο πρόσωπο με δυο μαγνητικά, διαμαντένια μάτια, ενώ τα μακριά βρεγμένα μαλλιά της χύνονται στην πλάτη και στους στρογγυλούς της ώμους σαν χρυσή βροχή. Τώρα θυμήθηκα πως εκτός από τον Πάρι, ήταν και ο Δίας ικανότατος εκτιμητής της γυναικείας καλλονής!
Ένα άλλο κορίτσι, μεγαλύτερο κάπως, με κοντό σορτσάκι, άσπρο αμάνικο μπλουζάκι, τραβηγμένο στον τρυφερό της ώμο, επιτρέπει σε μια μαύρη τιράντα να σηματοδοτεί τον χρόνο που ωριμάζει για το θαύμα! Από μακριά ο Γιάννης, ο Αντρέας, ο Κωνσταντίνος. Ονόματα που ηχούν με τα «νι» κουδουνιστά και τα «ντ» καμπανιστά. Σε λίγο, όλα τα παιδιά μαζί σκαρφαλώνουν τον βράχο, απλώνονται κατά μήκος, σαν νότες σε πεντάγραμμο. Εξερευνούν το στεριανό τοπίο, μετά μαζεύονται, σαν μπουκέτο, σε κύκλο. Θα χορέψουν Διθύραμβο; Όχι, συνεδριάζουν και στη συνέχεια αποφασίζουν να επιστρέψουν στο νερό. Μου έφερε δάκρυα η ομορφιά. Διαβάζω έναν νέο ποιητή: «Ο έρωτας […] που επιστρέφει»[9]. Κι έπειτα, τα δελφινάκια μαζεύουν τα σύνεργά τους. Προηγούνται τα αγόρια. Παίρνουν τα ποδήλατά τους και ξεκινούν σαν λιλιπούτειες φιγούρες σε πίνακα του Φασιανού. Ακολουθούν τα κορίτσια, το ένα πίσω από το άλλο, διασχίζουν το ποτάμι – πάνω νερά – άλλη τυλιγμένη στην πετσέτα της, μικρή Αφροδίτη που κρατάει σφιχτά το ιμάτιο μην της πέσει, άλλη κρατάει τη ρόδα της, άλλη μια τσάντα, και όλες με τα πολύχρωμα καπελάκια τους, μικρές γόησσες νεραϊδούλες, μισοντυμένες-μισογδυμένες, στα χρώματα της ίριδας όλες, παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα,[10] φεύγουν …

Ο θίασος των μουσικών φωνών[11] απομακρύνθηκε. Η «παραλία μου» άδειασε και ευθύς ξαναπήρε τις αληθινές της διαστάσεις[12] με ό,τι διαθέτει πιο πρόχειρο, ως συνήθως. Ένας ψαράς, μέσα στο κόκκινο βαρκάκι του, εξακολουθεί να γεμίζει το δίχτυ του με μικρά ψαράκια για το τηγάνι. Μια μαμά με το παιδάκι της, μια κοπέλα, δυο κοπέλες, δύο τρεις άντρες κι η θάλασσα απέραντη μπροστά μου κυματίζει. Κι εγώ πολιορκημένη από τα μπλε του ουρανού και της θάλασσας διερωτώμαι, Θεέ μου, ήσουν στ’ αλήθεια εκεί κρυμμένος ή το φαντάστηκα;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πρβ. Κωνσταντίνος Καβάφης, «Φιλέλλην»: Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες, τα «Πού οι Έλληνες» και «Πού τα Ελληνικά/ πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα». 

[2] Οδυσσέας Ελύτης, Τα ρω του έρωτα, «Το κοχύλι». 

[3] Γιώργος Σεφέρης, «Λεωφόρος Συγγρού».

[4] Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της Λύπης, «Της Εφέσου». 

[5] Πρβ. Ανδρέας Κάλβος, «Ο Φιλόπατρις»: Χαίρε Αυσονία, χαίρε κα συ Αλβιών, χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια· Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει. 

[6] Πρβ. Οδυσσέα Ελύτη, Ήλιος ο Πρώτος, Χ, «Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο». 

[7] Γιάννης Σκαρίμπας, «Ο κόσμος αργά τα πράγματα αφημένα στο πάει τους» («Το θείο τραγί»).

[8] Οδυσσέα Ελύτη, «Η τρελή ροδιά». 

[9] Χρίστος Κρεμνιώτης, Εφηβεία του μπλε, «Μηδέν εξίσου».

[10] Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος.

[11] Πρβ. Κωνσταντίνος Καβάφης, «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον».

[12] Πρβ. Οδυσσέας Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου,«Κυριακή 5».