Για τη δίκη της Χ.Α.


Από την Ντινα Ξυδη

Παρακολουθώ τη δίκη της Χρυσής Αυγής, όσο μπορώ, από το Παρατηρητήριο κι από τις εφημερίδες. Συχνά, στο τέλος των ρεπορτάζ βλέπω εκείνη τη φωτογραφία της μάνας του Παύλου Φύσσα, μόνη της στην αίθουσα. Είχα από καιρό λοιπόν, αποφασίσει να πάω μια φορά στη δικαστήριο, να περάσω μια μέρα κάπου εκεί κοντά της. Τα κατάφερα την Πέμπτη.

Φτάνοντας έμαθα από το πλήθος των δημοσιογράφων και του κόσμου που περίμενε απέξω ότι ήταν η μέρα της απολογίας του δολοφόνου του παιδιού της. Δείλιασα. Πώς είναι δυνατόν να βρίσκομαι σε μια αίθουσα όπου ένας δολοφόνος θα περιγράφει πώς σκότωσε έναν άνθρωπο, κι η μάνα του σκοτωμένου θα βρίσκεται εκεί και θα ακούει ανίσχυρη και σιωπηλή;
Η μάνα του Παύλου δεν ήρθε την Πέμπτη στο δικαστήριο. Ίσως η μόνη μέρα που έλειπε, έλεγαν οι δημοσιογράφοι που είναι καθημερινά εκεί.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο. Μια σειρά πιο πέρα καθόταν ο πατέρας του Σαχζάτ, τρεις θέσεις δίπλα του ο πατέρας του Παύλου. Πλησίασα για να τους σφίξω το χέρι. Η συντριβή έχει χαράξει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το γλυκύ, ευγενικό πρόσωπο του κ. Φύσσα και το αυστηρό, δωρικό πρόσωπο του κ. Λουκμάν.

Η αίθουσα του Εφετείου μού θύμισε κάπως τις αίθουσες του Μεγάρου Μουσικής. Εκεί είδα την πιο παράφωνη, την πιο αποτρόπαια εκδοχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα έχετε ήδη διαβάσει. Ήταν ανατριχιαστικό να βλέπεις και να ακούς τον δολοφόνο Ρουπακιά, να μην έχει καμία άλλη έννοια, παρά πώς θα καλύψει με δικαιολογίες σχολιαρόπαιδου τον εαυτό του και τους εντολείς του, Ναζί της Χρυσής Αυγής.

Από τις δέκα που άρχισε η απολογία μέχρι τις δύο και μισή που ολοκληρώθηκε, περίμενα κι έλπιζα σε ένα λυτρωτικό «λυπάμαι», «μετανιώνω» κάτι. Μια λέξη που θα σήκωνε αυτό το παράλογο και αποτρόπαιο που πλανιόταν στην αίθουσα και θα έβαζε το ανθρώπινο πλήθος σε μια κατάσταση οικεία και κατανοητή. Τίποτα. Έλεγα, να, αυτό είναι η αποκτήνωση. Μετά, έβρισκα δεν είναι σωστή η λέξη, δεν είναι χαρακτηριστικό των ζώων να σκοτώνουν ψυχρά και υπολογισμένα ένα άλλο πλάσμα χωρίς να φταίει σε τίποτα, παρά μόνο επειδή είναι αυτό που είναι.

Αποανθρωποποίηση είναι αυτό. Δεν ξέρω αν υπάρχει η λέξη. Αυτό που θέλω να περιγράψω μ’ αυτήν, είναι το να απεκδύεσαι κάθε ανθρώπινη ιδιότητα. Τη λύπη, τη συγκίνηση, τον φόβο, τη μετάνοια, την απόγνωση για την πράξη σου και τα αποτελέσματά της. Δεν είναι το άικιού που λείπει από τους Χρυσαυγίτες, όπως απλουστευτικά γελάμε συχνά. Αυτό που τους κάνει υποχείρια των ναζί κι εγκληματίες είναι μια αναπηρία: Η απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης.

Δεν ήταν δύσκολο να το παρακολουθήσεις όλο αυτό, με ρώτησαν πολλοί. Τελικά ήταν. Με την έννοια ότι συχνά οργίστηκα, έκλαψα, βυθίστηκα στην θλίψη. Και γι’ αυτό, ήταν λυτρωτικό το «τραγούδι» καμιά πενηνταριά νέων παιδιών : «Ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί», δυνατά, ξανά και ξανά, μέχρι να βγούμε από την αίθουσα, που έδωσε σε όλους όσοι είμαστε εκεί τη χαμένη ανάσα μας.

(Και το ότι δεν αντιπροσωπεύονται πια σ’ αυτή τη Βουλή, είναι άλλη μια βαθιά ανάσα).