ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ


Μαρία Σίμου,Φιλόλογος 
Από αφήγηση και περιγραφή της Μαρίας Βενετσάνου (Λόντενα).

Μια από τις πλέον διαδεδομένες εργασίες για τους παλαιότερους κατοίκους του χωριού ήταν η παραγωγή ασβέστη, του βασικού αυτού οικοδομικού, και όχι μόνο υλικού. Η διαδικασία με την οποία η πέτρα γινόταν ασβέστης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα γι’ αυτό και θελήσαμε να την συμπεριλάβουμε στην ιστοσελίδα μας.

Τα ασβεστοκάμινα φτιάχνονταν συνήθως κοντά στο δρόμο ή στην θάλασσα για να είναι πιο εύκολη η μεταφορά του ασβέστη, του παραγόμενου δηλαδή προϊόντος, που διατίθονταν στο εμπόριο. Απέφευγαν το χτίσιμο των ασβεστοκάμινων στο δάσος, μιας που υπήρχε ο κίνδυνος πυρκαγιάς, αφού το ψήσιμο των καμινιών γινόταν πάντοτε τους θερινούς μήνες για την απόφυγή βροχοπτώσεων. 
Για τη δημιουργία των ασβεστοκάμινων απαιτείτο ειδική άδεια από το δασαρχείο. Υπάλληλοι του δασαρχείου επισκέπτονταν το χώρο που θα χτίζονταν το καμίνι και ανάλογα έδιναν την έγκρισή τους ή και όχι. Η επίβλεψή τους όμως, δεν σταματούσε εδώ. Έρχονταν ξανά, έπειτα από την ολοκλήρωση του χτισίματος και μετρούσαν τον εσωτερικό χώρο του καμινιού. Αυτό γινόταν, μιας και όσοι ασχολούνταν με την δημιουργία ασβέστη, όφειλαν την καταβολή κάποιου φόρου στο κράτος, ανάλογα με τον εσωτερικό χώρο, σε κυβικά μέτρα, του καμινιού.

Τα ασβεστοκάμινα χτίζονταν σε μέρη όπου υπήρχαν πολλά κοιτάσματα ασβεστόλιθου. Συγκε-κριμένα στο Κατακάλι υπήρχαν πάρα πολλά, γι’ αυτό και η επιλογή της τοποθεσίας ήταν εύκολη υπόθεση. Χρειάζονταν επίσης, για το καύσιμο του καμινιού, πολλοί θάμνοι και μικρά δέντρα που τα μετέφεραν στο καμίνι.
Όσον αφορά την κατασκευή τους, αυτή είχε ως εξής: αρχικά έσκαβαν ένα λάκκο βάθους 1 έως 1,5 μέτρου, δηλαδή όσο περίπου το 1/3 του συνολικού ύψους του καμινιού. Μέσα και κυκλικά σε αυτόν έχτιζαν τον εξωτερικό τοίχο του καμινιού πάχους 80 έως 120 εκατοστών με μεγάλες πέτρες και χώμα. Στη βάση του τοίχου, εσωτερικά, έκαναν μια μικρή βάση, φάρδους 20 και ύψους 50 πόντων περίπου απ’ όπου θα άρχιζε και το χτίσιμο των «καμαρικών». Στη βάση αυτή έριχναν και τα κλαριά προς καύση στο εσωτερικό του καμινιού. Την ίδια διάσταση με τη διάμετρό του θα έπρεπε πάντα να είχε και το ύψος από τον πάτο του. Στην εσωτερική πλευρά του τοίχου τοποθετούσαν δύο σειρές πέτρες και ανάμεσά τους έβαζαν χώμα για να επιτυγχάνεται μόνωση. Η εσωτερική διάμετρος ενός ασβεστοκάμινου ήταν περίπου 3 μέτρα. Ένα τέτοιο καμίνι είχε προδιαγραφές να βγάλει 500 έως 600 καντάρια ασβέστη ( 1 καντάρι = 44 οκάδες, δηλαδή περίπου 30 τόνους ).
Οι διαλεγμένες για να γίνουν ασβέστη πέτρες, έβγαιναν από τα γύρω κοιτάσματα με λοστούς και «βαριές» και έσπαγαν σε μικρά κομμάτια για να χτιστούν. Στην αρχή ξεχώριζαν μικρά κομμάτια για να ταιριάζουν με το φάρδος της μικρής βάσης, πάνω στην οποία και ακολουθώντας την κυκλικά, θα άρχιζε το χτίσιμο. Μέχρι το ύψος του εδάφους τα «καμαρικά» χτίζονταν με τη μορφή του «ψαροκόκαλου». Όσο ο εσωτερικός αυτός τοίχος σηκώνονταν, έκλινε, όπως και οι πέτρες του, προς τα μέσα.
Η εσωτερική κλίση του τοίχου κατέληγε σε θόλο περίπου στα 2,5 μέτρα από τον πάτο του καμινιού ή αλλιώς, 1 μέτρο από το έδαφος. Τα «καμαρικά» δεν έπρεπε ποτέ να είναι κολλημένα, αλλά να σχηματίζουν κενά μεταξύ τους, για να περνά η φλόγα. Γενικά, η λογική του χτισίματος των «καμαρικών», ήταν η διευκόλυνση της κυκλοφορίας εσωτερικών ρευμάτων αέρα. Το χτίσιμο των «καμαρικών» απαιτούσε μεγάλη μαστοριά και προσοχή, καθώς ένα λάθος μπορούσε να στοιχίσει όλο το καμίνι. Στην κορυφή του θόλου έμπαινε σφηνωτά μια μεγάλη πέτρα, η «σφήνα». Από εκεί και πάνω το καμίνι φορτώνονταν με άλλες πέτρες, μικρές και μεγάλες, πάντα με κενά ανάμεσά τους, ώστε η απόσταση της κορυφής του σωρού από το πάνω μέρος του εξωτερικού τοίχου να έφτανε ή και να ξεπερνούσε το 1 μέτρο. Στο τέλος, έχτιζαν και την «πόρτα» αφήνοντας σε αυτήν μόνο ένα άνοιγμα, που ξεκινούσε από την επιφάνεια του εδάφους, διαστάσεων 60 επί 60 εκατοστών περίπου, αποτελούμενο από δύο όρθιες πέτρες και δύο άλλες από πάνω τους σκεπαστές. Από αυτό το άνοιγμα θα γίνονταν η τροφοδοσία του καμινιού.

Το ψήσιμο του καμινιού, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, γίνονταν τους θερινούς μήνες. Ξεκινούσαν να καίνε δεμάτια από κλαριά και έπειτα έριχναν μέσα στο καμίνι πεύκινα ξύλα. Σε ένα καμίνι δούλευαν όλοι από μια οικογένεια, ακόμα και τα παιδιά. Το κάθε μέλος της οικογένειας μπορούσε να δουλεύει έως και 15 ώρες ημερησίως. Χρειάζονταν ένα άτομο που κουβαλούσε τα δεμάτια κοντά στο καμίνι και ένα άλλο που έριχνε ακατάπαυστα τα δεμάτια μέσα στο καμίνι, για να επιτευχθεί ένα καλό και ομοιόμορφο ψήσιμο. Για το άπλωμα και το καύσιμο των κλαριών μέσα στο καμίνι χρησιμοποιούσαν ένα εργαλείο, το «τσατάλι», που κατέληγε σε μια διχάλα. Με αυτό άπλωναν τη φωτιά κυκλικά σε όλο το χώρο του εσωτερικού του καμινιού. Η φωτιά έπρεπε να καίει σταθερά 60 – 90 ώρες, ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της πέτρας. Ότι το καμίνι είχε ψηθεί γινόταν αντιληπτό από τη φλόγα που έπαιρνε μπλε χρώμα, αλλά κυρίως από το «κάθισμα» του καμινιού, δηλαδή το αισθητό και ομοιόμορφο χαμήλωμα του σωρού και του εσωτερικού τοίχου. Αφού όλα πήγαιναν καλά έκλειναν το άνοιγμα με πέτρες και λάσπη για να μη χάνεται η θερμοκρασία και έφευγαν.

Οι ασβεστοποιοί επέστρεφαν στο καμίνι μετά από 10 περίπου ημέρες, όταν πια θα είχε κρυώσει. Αφού ξέχτιζαν την πόρτα, άρχιζε η συλλογή των κομματιών του ασβέστη πια, που έμπαιναν σε τρίχινα τσουβάλια και διακινούνταν με ζώα, ή με βάρκες αν το καμίνι βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα. Το ζύγισμα γινόταν με το «καντάρι», όργανο μέτρησης βάρους με μονάδα την οκά. Αυτός που αγόραζε τον ασβέστη τον «έσβηνε» με νερό μέσα σε ένα βαρέλι ή σε άλλο δοχείο πολύ προσεκτικά, γιατί στη διάρκεια της ένωσης με το νερό αναπτύσσονταν μεγάλη θερμοκρασία, το καυτό υγρό κόχλαζε και τινάζονταν σωματίδια επικίνδυνα για το δέρμα και τα μάτια. Κατόπιν, έριχνε το σβησμένο ασβέστη σε λάκκο που είχε ανοίξει στο χώμα, τον «ασβεστόλακκο». Ο πολτοποιημένος πια ασβέστης σχημάτιζε μια αδιάβροχη πέτσα στα τοιχώματα του λάκκου κι έτσι σκεπασμένος με χώμα και υγρός μπορούσε να διατηρηθεί εκεί για χρόνια.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το ασβεστοκάμινο που έμενε πίσω δεν ανήκε σε αυτόν που το έχτισε και οποιοσδήποτε θα μπορούσε στο μέλλον να το ξαναχρησιμοποιήσει. Το πρόβλημα ήταν ότι με την προηγούμενη χρήση του, ολόκληρη η περιοχή γύρω από αυτό σχεδόν αποψιλώνονταν, οπότε αυτό εγκαταλείπονταν αναγκαστικά για κάποια χρόνια, μέχρι να ξαναβγούν και να μεγαλώσουν οι θάμνοι και τα δέντρα.
Σήμερα, ο ασβέστης παράγεται πάντα από το ψήσιμο του ασβεστόλιθου, αλλά σε οργανωμένες μονάδες, με διαδικασία που πραγματοποιείται εξολοκλήρου από μηχανοκίνητα μέσα.