ΚΑΡΒΟΥΝΟΚΑΜΙΝΑ



Σίμου Μαρία, φιλόλογος. Από αφήγηση και περιγραφή της Μαρίας Βενετσάνου(Λόντενα).

Η παραγωγή κάρβουνου ενδιέφερε πολλούς από τους κατοίκους του χωριού παλαιότερα. Απο-
τελούσε γι’ αυτούς σημαντική πηγή εσόδων και γι’αυτό το λόγο πολλές οικογένειες ασχολούνταν με αυτήν, όχι μονάχα στο Κατακάλι αλλά και στα γύρω χωριά. Αξίζει, λοιπόν, να γίνει ιδιαίτερη μνεία για τον τρόπο με τον οποίο παράγονταν το κάρβουνο στην περιοχή μας, όχι μόνο παλαιότερα αλλά και μέχρι πριν κάποια χρόνια ( περίπου 40 ).
Ως πρώτο βήμα, οι παραγωγοί αναφέρουν τη συγκέντρωση της καύσιμης ύλης, που αποτελούνταν μονάχα από άγρια ξύλα, όπως είναι τα σκοίνα, τα πουρνάρια, ο κέδρος και η αγριελιά. Εντύπωση προξενεί το γεγονός, ότι επιτρέπονταν αυτά τα ξύλα και όχι ο πεύκος, παρόλο που υπάρχει σε αφθονία στην περιοχή μας. Βέβαια, αυτό δικαιολογείται από την άποψη ότι ο πεύκος καίγεται πολύ εύκολα, «αρπάζει» αμέσως φωτιά, κάτι που απαγορεύεται μιας και στη συγκεκριμένη διαδικασία δεν ενδιαφέρει η ολοκληρωτική καύση των ξύλων που έτσι γίνονται στάχτη. Αυτό που πρέπει να συμβεί σε ένα καρβουνοκάμινο, ώστε να έχει επιτυχία είναι τα ξύλα να ψηθούν, αλλά να μην καούν. Δηλαδή, να αφυδατωθούν, να «στεγνώσουν» και να απομείνει η καύσιμος ύλη.
Το στήσιμο του καμινιού ήταν μια αρκετά δύσκολη δουλειά που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή. Αρχικά στοίβαζαν τα ξύλα σχηματίζοντας έναν λοφίσκο, στο κέντρο του οποίου και ψηλά άφηναν μια μικρή τρύπα. Τα ξύλα τα τοποθετούσαν όρθια, τα έβαζαν με μια σειρά και προσπαθούσαν να μην υπάρχει πουθενά κάποιο κενό. Βέβαια, πάνω και γύρω από αυτόν τον λοφίσκο από ξύλα έβαζαν χλωρή βένια. «Έντυναν» όλο το καμίνι με χλωρή βένια. Έπειτα έχτιζαν ένα τοίχος από πέτρες και χώμα γύρω από το καμίνι, περίπου 1 – 1,5 μέτρα και σκέπαζαν όλο το υπόλοιπο καμίνι με χώμα. Ύστερα, άναβαν φωτιά μέσα στο καμίνι από την τρύπα που είχαν αφήσει στην κορυφή του λοφίσκου που είχε σχηματιστεί από ξύλα. Τέλος, έκλειναν την τρύπα με χλωρή βένια και άφηναν τα ξύλα να σιγοκαίγονται.
Χρειάζονταν περίπου 2-3 εικοσιτετράωρα για να παραχθεί το κάρβουνο με αυτήν τη διαδικασία. Κατά τη διάρκεια αυτών των ωρών οι παραγωγοί συνεχώς πρόσεχαν το καμίνι. Ο καπνός έβγαινε από το χώμα και κάποιες φορές εξαιτίας αυτού του γεγονότος ανοίγονταν τρύπες, τις οποίες έπρεπε άμεσα να κλείνουν με χλωρό κέδρο, ώστε να μην περνά οξυγόνο στο καμίνι και «αρπάζουν» φωτιά τα ξύλα.
Οι άνθρωποι περίμεναν μέχρι το ύψος του καμινιού να ελαττωθεί σημαντικά και να λιγοστέψει ο καπνός που έβγαινε από τα τοιχώματά του.
Στο τελευταίο στάδιο της συγκεκριμένης διαδικασίας χρειάζονταν τουλάχιστον 2-3 άτομα για να συλλέξουν το κάρβουνο. Κάποιος έπρεπε συνεχώς να ρίχνει νερό στο καμίνι, ώστε να σταματήσουν να καίγονται πλέον τα κάρβουνα. Ένας άλλος έπρεπε με μια τσουγκράνα να απομακρύνει το χώμα από τα κάρβουνα και φυσικά κάποιος άλλος να απομακρύνει το παραγόμενο προϊόν από το καμίνι, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος αναζωπύρωσης.
Έπειτα από αυτήν την πραγματικά τόσο κοπιαστική εργασία, έρχονταν η ώρα της πώλησης. Το κάρβουνο πωλούνταν προς 1,5 δραχμή η οκά, δηλαδή 1 οκά κάρβουνο στοίχιζε 1,5 δραχμή. Οι παραγωγοί μετέφεραν το προϊόν στις παραλίες του λυχναρίου και της Σιδερώνας. Εκεί, με καράβια μεταφέρονταν στην καρβουνόσκαλα του Πειραιά όπου και πωλούνταν.