Tροφοσυλλέκτης....


 Του Δημοσιογράφου Ηλία Μπιτσάνη

Η γιαγιά (Ανδρο)Νίκη, μητριά της μάνας μου, ήταν τροφοσυλλέκτης. Όπως όλοι σχεδόν στα χωριά εκείνη την εποχή. Ψώνιζε...δωρεάν από το σούπερ μάρκετ της φύσης. Δεν γνώριζε ούτε το λινολενικό οξύ, ούτε τα αντιοξειδωτικά, ούτε τα μέταλλα, ούτε τις βιταμίνες που κατακλύζουν πλέον τη ζωή μας ως "φάρμακα ευζωΐας". Που να φανταζόταν ότι εκείνο το ζιζάνιο του κήπου (την αντράκλα ντε) που έτρωγε ως σαλάτα και έριχνε στις κότες κάποια στιγμή η επιστήμη θα το αναγόρευε ως... φάρμακο και τα αυγά της θα ήταν περιζήτητα ως έχοντα ω-3 λιπαρά. Και νάταν μόνον αυτό, όλα όσα μάζευε με τη σοφία των ανθρώπων που ζούσαν με την αειφορία της φύσης, σήμερα τα λένε "φάρμακα" και ουκ ολίγοι τα αναζητούν μανιωδώς (ως καλλιεργήσιμα πλέον) στα "ιν" κηπουρικώς πολυκαταστήματα τροφίμων. Δεν βάζω τυχαίως το "Ανδρο" μπροστά από το συντετμημένο "Νίκη", μιλάμε για ακούραστο άνθρωπο, στέναζε το ξηνάρι στα χέρια της. Σκαπέταγε στα μέρη που φύτρωναν εκείνα που χρειαζόταν. Χτύπαγε στους 30-40 πόντους να βγάλει ένα-ένα τα βρουβιά που ήταν χρήσιμα για τις ημέρες της νηστείας, ανάμεσα στις πέτρες που είχαν χωθεί. Όσο έβρισκαν χώμα, τόσο κατέβαιναν προς τα κάτω. Εκείνα τα "ήμερα" που πουλάνε τώρα στην αγορά και τα μαγαζιά, είναι σε γόνιμο έδαφος και κρατιούνται ψηλά με ειδικό δίχτυ για να μαζεύονται εύκολα και κατά εκατοντάδες. Οι βρούβες (αλλιώς λαψάνες, τουτέστιν άγριο σινάπι, βάση της μουστάρδας) που αφθονούσαν, ήταν πολύ πιο απλή ιστορία. Έκοβε τα βλαστάρια στην εποχή τους, βραστά με λεμόνι.
Το τροφοπωλείο είχε απ' όλα: Αγριοράδικα, προκάσια, τζοχούς, χηροβότανα και ό, τι δεν αναγνωρίζουμε σήμερα καθώς γενιά με τη γενιά χάνεται η επαφή με τη φύση και ως εκ τούτου η αναγνώριση των προϊόντων της φύσης. Είχε και τσιγαρολάχανα. Λάπατα, σέσκουλα. Και μυρουδιές: Μάραθο, άνηθο, αγγουρίτσες, καυκαλίθρες. σφελίτσι. Ποικιλία η φύση, ποικιλία το φαγητό ανάλογα με το βαλάντιο και την εποχή. Συνήθως σκέτα, άλλοτε όμως με τυρί, άλλοτε με αλίπαστα, άλλοτε με μπακαλιάρο, άλλοτε με ξερά φασόλια. Αυτή η κουζίνα εξελίχθηκε τα νεότερα χρόνια, στα σπίτια όσων κράτησαν την παράδοση ως "γευστικό κειμήλιο" με αστικές προσαρμογές. Και στα "φαγάδικα" πάσης φύσεως ως γκουρμέ και... πάει λέγοντας.
Η γιαγιά Νίκη μάζευε και μανιτάρια. Τα αναγνώριζε, όμως είχε συναίσθηση και των κινδύνων. Τα μάζευε κάτω από τα πουρνάρια και τις πατουλιές, έφερνε πάντοτε συγκεκριμένες "φυλές" αλλά απέφευγε να το προσφέρει στα εγγόνια. Κάθε λάθος μπορεί να ήταν μοιραίο, προτιμούσε να τα βάζει στο τηγάνι για την ίδια και τον παππού. "Σαν συκώτι είναι" μου απαντούσε στην ερώτηση αλλά φρόντιζε να υπάρχει κάτι πιο ελκυστικό.
Και ποιός δεν μάζευε οβριές (βραστές μια πίκρα) και σπαράγγια (με το αυγό της... κότας και όχι του... οργανοτροφείου) ως φαγητό και όχι ως... μεζέ. Ούτε ψυγεία υπήρχαν, ούτε είχε εμπορευματοποιηθεί η φύση. Οποιος ήθελε έβρισκε γιατί δεν γινόταν η επιδρομή των ημερών μας που πληρώνεις παπορίσιο ένα ματσάκι αν δεν μπορείς να το μαζέψεις επειδή έχει γίνει... εκκαθαριστική επιχείρηση.
Η φύση έδινε και τα "ροφήματα", χαμομήλι και φασκόμηλο, καμιά φορά και φλισκούνι αν έσκαγε μύτη. Τσάι δεν υπήρχε γιατί απλώς ήταν... του βουνού και βουνό δεν υπήρχε.
Η γιαγιά όμως φρόντιζε και για τις... τσίχλες μας. Η καρδιά του γαϊδουράγκαθου ήταν... ανώτερη της μαστίχας Χίου. Να δείτε σήμερα πως μαζεύουν ορισμένοι από τους δρόμους τα γαϊδουράγκαθα γιατί διαπίστωσαν ότι είναι... φάρμακο. Και θα θυμηθείτε τη σοφία των ανθρώπων που μπορεί να μην γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, γνώριζαν όμως ότι η ζωή υπάρχει στη φύση. Με τα προϊόντα της αλλά και με την προσπάθεια να τα αποκτήσουν που σημαίνει σωματική άσκηση. Με το λιτόν και όχι το γκουρμέ του πράγματος...